- φαλαινοκέφαλος
- ο, Νζωολ. ελληνική λόγια ονομασία μεγαλόσωμου πελαργόμορφου πτηνού τής Αφρικής, μοναδικού είδους τής οικογένειας balaenicipitidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. balaeniceps < λατ. balaena «φάλαινα» + λατ. caput «κεφάλι»].
Dictionary of Greek. 2013.